- ξηραί
- ξηράfem nom/voc plξηρόςdryfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξῆρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξήρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… … Dictionary of Greek